- μισόθεος
- μισόθεος, -ον (ΑΜ)αυτός που μισεί τους θεούς, ασεβής, ανευλαβής («μισάνθρωπον μὲν εἶναί σε... μισόθεον δὲ μηδαμῶς», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Θεός (πρβλ. μνησί-θεος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισόθεος — μῑσόθεος , μισόθεος hating the gods masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Misotheism — is the hatred of God or hatred of the gods (from the Greek adjective μισόθεος hating the gods , a compound of μῖσος hatred and θεός god ). In some varieties of polytheism, it was considered possible to inflict punishment on gods by ceasing to… … Wikipedia
μισόθεον — μῑσόθεον , μισόθεος hating the gods masc/fem acc sg μῑσόθεον , μισόθεος hating the gods neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Misoteísmo — es el odio a Dios . Estrictamente hablando, el término adquiere la connotación de odio hacia los dioses más que referirse a la naturaleza de los mismos. En algunas variedades del politeísmo, era considerado posible infligir castigo sobre los… … Wikipedia Español
богоненавистьныи — (7*) пр. 1.Ненавистный, противный богу: При костѩнтинѣ ц(с)ри. внуцѣ треклѩтаго. и б҃оненавистьнаго льва гноезнаго. КР 1284, 163г; ѥдиноволници. и аще и дроугаѩ паче сихъ ѥсть. нечьстиваѩ и б҃оненавистьнаѩ ѥресь. (ϑεήλατος) Там же, 381в; не имѣти … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
μισοθεΐα — μισοθεΐα, ἡ (Μ) [μισόθεος] μίσος κατά τού θεού, ασέβεια … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
μισοθέου — μῑσοθέου , μισόθεος hating the gods masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοθέων — μῑσοθέων , μισόθεος hating the gods masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)